Τι είναι η αλλεργική ρινίτιδα;
Η αλλεργική ρινίτιδα είναι μια σχετικά συχνή οντότητα αφού ταλαιπωρεί λιγότερο ή περισσότερο περίπου το 10 με 30% του ανθρώπινου πληθυσμού. Τα βασικά συμπτώματα που τη χαρακτηρίζουν είναι η καταρροή (ανάγκη για χρήση χαρτομάντιλων ή αίσθημα οπισθορινικών εκκρίσεων), η συμφόρηση ή μπούκωμα (δυσκολία αναπνοής από τη μύτη η οποία πολλές φορές περιγράφεται ως δύσπνοια), τα φτερνίσματα (συνήθως πολλαπλοί, παροξυσμικοί πταρμοί) και η φαγούρα (π.χ. στη μύτη, στη στοματική κοιλότητα, στον ρινοφάρυγγα και στους έξω ακουστικούς πόρους). Αντίστοιχα συμπτώματα παρατηρούνται στην αλλεργική επιπεφυκίτιδα από τα μάτια (ερεθισμός, αίσθημα ξένου σώματος, δακρύρροια, φαγούρα), ενώ στο αλλεργικό βρογχικό άσθμα τα βασικά συμπτώματα είναι ο βήχας, η δύσπνοια και ο συριγμός (wheezing). Και η αλλεργική επιπεφυκίτιδα και το αλλεργικό βρογχικό άσθμα συνήθως συνυπάρχουν με την αλλεργική ρινίτιδα.
Η αλλεργική ρινίτιδα διακρίνεται:
- σύμφωνα με την κατανομή των συμπτωμάτων στον χρόνο:
- σε εποχική (για παράδειγμα αλλεργία σε εξωοικιακά αλλεργιογόνα όπως οι γύρεις των φυτών) ή ολοετή (για παράδειγμα αλλεργία σε ενδοοικιακά αλλεργιογόνα όπως τα ακάρεα της οικιακής σκόνης),
- σε διαλείπουσα (συμπτώματα για < 4 ημέρες την εβδομάδα ή για < 4εβδομάδες), επίμονη (συμπτώματα για ≥ 4 ημέρες την εβδομάδα και για ≥ 4 εβδομάδες), ή
- σε επεισοδιακή (συμπτώματα μόνο μετά από έκθεση σε συγκεκριμένο αλλεργιογόνο, όπως για παράδειγμα τα επιθήλια γάτας και σκύλου), και
- σύμφωνα με τη βαρύτητά της σε ήπια, μέτρια ή σοβαρή. Η σοβαρότητα κρίνεται ανάλογα με το πόσο ενοχλητικά είναι τα συμπτώματα, πόσο επηρεάζουν την καθημερινότητα, πόσο επιδρούν στην απόδοση στο σχολείο ή την εργασία και αν διαταράσσουν τον ύπνο και την ποιότητά του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η σοβαρή αλλεργική ρινίτιδα επηρεάζει την ποιότητα ζωής σε βαθμό ανάλογο ή και ακόμα περισσότερο από τις καρδιοπάθειες.
Πώς τίθεται η διάγνωση της αλλεργική ρινίτιδας;
Η διάγνωση της αλλεργικής ρινίτιδας τίθεται από το ιστορικό και κυρίως από την κατανομή των συμπτωμάτων στον χώρο και τον χρόνο. Η γνώση της αεροβιολογίας του κάθε αλλεργιογόνου, δηλαδή πού, πότε και σε τι φορτίο απαντάται το κάθε αεροαλλεργιογόνο, βοηθά ώστε να κατευθυνθεί ο ειδικός αλλεργιολογικός έλεγχος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η γυρεοφορία του κυπαρισσιού (κυρίως τον Φλεβάρη), της ελιάς (κυρίως τον Μάιο), των αγρωστωδών και των ζιζανίων (όλη την άνοιξη αλλά και το φθινόπωρο), ενώ τα ακάρεα της οικιακής σκόνης απαντώνται όλο τον χρόνο σε κλειστούς χώρους. Προκειμένου να αναζητηθεί το ενοχοποιούμενο αλλεργιογόνο, πραγματοποιούνται δερματικές δοκιμασίες διά νυγμού (αλλεργικά τεστ), ενώ ο έλεγχος μπορεί να συμπληρωθεί και με ειδικές αλλεργιολογικές εργαστηριακές εξετάσεις (μέτρηση των ειδικών, για το ενοχοποιούμενο αλλεργιογόνο, IgE στον ορό του αίματος). Σε επιλεγμένα περιστατικά είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν και ρινικές προκλήσεις, δηλαδή προσπάθεια αναπαραγωγής των αλλεργικών συμπτωμάτων με την ελεγχόμενη χορήγηση των υπόπτων αλλεργιογόνων απευθείας στον ρινικό βλεννογόνο (π.χ. με κατάλληλο ψεκασμό διαγνωστικού εκχυλίσματος).
Ποια η θεραπεία της αλλεργική ρινίτιδας;
Μέτρα αποφυγής
Η θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας βασίζεται πρωταρχικά στην προσπάθεια απομάκρυνσης του υπευθύνου αλλεργιογόνου, τουλάχιστον όπου αυτό είναι εφικτό. Είναι προφανές ότι είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί αυτό στα αερομεταφερόμενα γυρεοαεροαλλεργιογόνα τα οποία την άνοιξη είναι κυριολεκτικά παντού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αποφυγή απευθείας έκθεσης στη φύση είναι μονόδρομος. Βέβαια, δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει οπτική επαφή, για παράδειγμα, με το φυτό το οποίο ανθοφορεί, ή με τη γύρη (η κίτρινη σκόνη που είναι ορατή με γυμνό μάτι την άνοιξη στα μπαλκόνια, στις αυλές και πάνω στα αυτοκίνητα αντιστοιχεί σε μεγάλους γυρεοκόκκους οι οποίοι σπάνια προκαλούν αλλεργίες). Οι γυρεόκοκκοι οι οποίοι συνήθως προκαλούν αλλεργίες είναι μικροσκοπικοί, τις περισσότερες φορές δεν είναι ορατοί με γυμνό μάτι και αερομεταφέρονται δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την πηγή τους.
Οι μετακινήσεις των ανθρώπων με αλλεργία σε γυρεοαλλεργιογόνα καλό είναι να γίνονται σε οχήματα με κλειστά παράθυρα και με χρήση κλιματισμού ώστε να φιλτράρεται ο αέρας της καμπίνας του οχήματος. Οι χαμηλότερες, δε, ταχύτητες του οχήματος και η επιλογή της ανακύκλωσης του εσωτερικού αέρα ελαττώνει σημαντικότατα το φορτίο γυρεοκόκκων μέσα στην καμπίνα. Κατά αναλογία θα πρέπει και το φίλτρο καμπίνας του αυτοκινήτου να είναι καθαρό για να είναι και πιο αποτελεσματικό.
Οι πρωινές δραστηριότητες σε ανοιχτούς χώρους θα πρέπει να περιορίζονται αφού το φορτίο της ατμόσφαιρας σε γύρεις είναι μεγαλύτερο κατά τις πρωινές ώρες. Το ίδιο, βεβαίως, συμβαίνει και όταν φυσάει. Αν και κατά τη διάρκεια της βροχής η ατμόσφαιρα καθαρίζει, λίγο πριν και τα πρώτα λεπτά μιας καταιγίδας παρατηρείται δυσανάλογη αύξηση του φορτίου της ατμόσφαιρας σε γυρεοκόκκους, οπότε και είναι δυνατόν να συμβούν παροξυσμοί αλλεργικής ρινίτιδας και άσθματος. Άρα μετακινήσεις σε ανοιχτούς χώρους όταν αναμένονται αντίστοιχα καιρικά φαινόμενα πρέπει να αποφεύγονται.
Τέλος, οι αλλεργικοί ασθενείς είναι καλό να αποφεύγουν δραστηριότητες στις οποίες εκτίθενται απευθείας σε μεγάλο φορτίο γυρεοαλλεργιογόνων, όπως η κηπουρική και ο καθαρισμός αυλών και μπαλκονιών. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να βοηθήσει και η χρήση ειδικών μασκών φιλτραρίσματος του αναπνεόμενου αέρα.
Ρινοπλύσεις
Τα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας προκαλούνται όταν τα αεροαλλεργιογόνα έρθουν σε επαφή με τον ρινικό βλεννογόνο ενός αλλεργικού ασθενούς. Ένα από τα βασικότερα και πιο ενοχλητικά συμπτώματα της εποχικής αλλεργικής ρινίτιδας είναι η καταρροή. Η καταρροή δεν είναι τίποτα άλλο από την προσπάθεια του οργανισμού να «πλύνει» και καθαρίσει τον ρινικό βλεννογόνο. Είναι αυτονόητο, λοιπόν, ότι οι ρινοπλύσεις με φυσιολογικό ορό ή αποστειρωμένο θαλασσινό νερό θα βοηθήσουν ακόμα περισσότερο και συνίστανται σε καθημερινή, τακτική βάση, πολλές φορές την ημέρα, ακόμα και ως ανακουφιστική αγωγή. Σε γενικές γραμμές ισότονα διαλύματα χρησιμοποιούνται σε μικρότερες ηλικίες ενώ είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν και υπέρτονα (όχι περισσότερο από 3.5% σε NaCI) σε εφήβους ή ενήλικες.
Αντιισταμινικά και ρινικά σπρέι
Φαρμακευτική αγωγή πρώτης εκλογής για την αλλεργική ρινίτιδα αποτελούν τα αντιισταμινικά. Αν και υπάρχει μεγαλύτερη εμπειρία (κυρίως στο θέμα της ασφάλειας) στη χρήση των αντιισταμινικών πρώτης γενεάς, οι τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν την αποφυγή τους και χρήση μόνο των μη κατασταλτικών ή αλλιώς αντιισταμινικών δεύτερης γενεάς. Τα τελευταία υπερτερούν μιας και έχουν πιο εκλεκτική δράση για τους Η1 υποδοχείς της ισταμίνης, έχουν ταχεία έναρξη δράσης, είναι ασφαλή, έχουν αμελητέα αντιχολινεργική δράση και δεν διαπερνούν εύκολα τον αιματοεγκεφαλικό και εμβρυοπλακουντιακό φραγμό. Ως αποτέλεσμα, οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις περιορίζονται και πολύ σπάνια προκαλούνται οι σοβαρότερες αντιδράσεις που παρατηρούνται με τη χρήση των αντιισταμινικών πρώτης γενεάς, όπως έντονη υπνηλία, ζάλη, ναυτία, ξηρότητα βλεννογόνων, μειωμένη εφίδρωση, κατακράτηση ούρων, αύξηση της όρεξη και μείωση της ερωτικής επιθυμίας και επιδόσεων. Είναι βασικό, δε, να δίνονται συγκεκριμένες οδηγίες σε σχέση με τη σωστή λήψη (π.χ. συνήθως το βράδυ, σε ορισμένες περιπτώσεις μακριά από γεύματα, και με αποχή από χυμούς εσπεριδοειδών όπως για παράδειγμα γκρέιπφρουτ), ενώ ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στη χορήγησή τους σε συγκεκριμένες ομάδες ασθενών, όπως εγκυμονούσες ή θηλάζουσες μητέρες, παιδιά, ασθενείς με υπερτροφία προστάτη και γλαύκωμα, ή όταν λαμβάνονται επιπλέον φάρμακα για άλλες παθήσεις. Αντιισταμινική αγωγή είναι δυνατόν κατά περίπτωση να χορηγηθεί και με τη μορφή ρινικού εκνεφώματος.
Στην περίπτωση που εκτός από καταρροή συνυπάρχει και ρινική συμφόρηση, επιπροσθέτως της αντιισταμινικής αγωγής είναι δυνατόν να χορηγηθεί και αποσυμφορητική αγωγή. Προσοχή χρειάζεται στο δοσολογικό σχήμα και κυρίως στη διάρκεια χρήσης των αγγειοσυσπαστικών εκνεφωμάτων (δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 5 με 7 ημέρες). Στις περιπτώσεις εκείνες που η συμφόρηση εμμένει, το αποσυμφορητικό συνήθως αντικαθίσταται από κάποιο στεροειδές σε μορφή ρινικού εκνεφώματος. Η αλλαγή αυτή είναι σκόπιμο να πραγματοποιείται μετά από ιατρική οδηγία αφού χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στη δόση και στη διάρκεια χορήγησης.
Ανοσοθεραπεία ή απευαισθητοποίηση
Η ανοσοθεραπεία (ή αλλιώς τα εμβόλια της αλλεργίας) είναι μια πολύ αποτελεσματική αιτιολογική θεραπεία για την αντιμετώπιση των αλλεργιών του αναπνευστικού συστήματος. Υπάρχει είτε σε ενέσιμη (υποδόρια) είτε σε υπογλώσσια μορφή. Η οδός χορήγησης εξαρτάται από το σε πόσα και ποια αλλεργιογόνα υπάρχει το πρόβλημα και εξατομικεύεται στον κάθε ασθενή. Η ανοσοθεραπεία λειτουργεί όπως τα εμβόλια, δηλαδή με τη τακτική χορήγηση των ενοχοποιούμενων αλλεργιογόνων (καθημερινή κατ’ οίκον χορήγηση στην περίπτωση της υπογλώσσιας ανοσοθεραπείας, άπαξ μηνιαία χορήγηση από ειδικό αλλεργιολόγο στην περίπτωση της υποδόριας ανοσοθεραπείας), το ανοσολογικό σύστημα του οργανισμού τελικά εκπαιδεύεται ώστε να μην αντιδρά με την εκδήλωση αλλεργικών συμπτωμάτων. Τα εμβόλια της αλλεργίας παρασκευάζονται σύμφωνα με την εξατομικευμένη συνταγή του ειδικού αλλεργιολόγου και βάση των αποτελεσμάτων των διαγνωστικών ειδικών αλλεργιολογικών εξετάσεων. Ουσιαστικά, η δραστική ουσία της θεραπείας αυτής είναι τα ίδια τα αλλεργιογόνα που προκαλούν το πρόβλημα. Η ανοσοθεραπεία διαρκεί 3 με 5 έτη, όμως όταν χορηγείται με τις σωστές ενδείξεις, επιτυγχάνει σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων μέχρι και οριστική ίαση του αλλεργικού ασθενούς. Είναι μάλιστα μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που η σύγχρονη ιατρική προσφέρει όχι μόνο συμπτωματική αλλά αιτιολογική και μόνιμη θεραπευτική λύση σε ένα χρόνιο πρόβλημα υγείας, όπως είναι οι αλλεργίες.
Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας, η αλλεργική ρινίτιδα αποτελεί ένα συχνό πρόβλημα που πλήττει τουλάχιστον έναν στους 5 ανθρώπους επηρεάζοντας, τις περισσότερες φορές, σοβαρά την ποιότητα ζωής. Συμπτώματα όπως καταρροή, συμφόρηση, πταρμοί και κνησμός στη μύτη, τα μάτια ή την στοματική κοιλότητα και τα αυτιά θέτουν την υποψία αλλεργίας σε κάποιο περιβαλλοντικό αλλεργιογόνο. Στόχος είναι η εύρεση των υπεύθυνων αλλεργιογόνων με την πραγματοποίηση του ειδικού αλλεργιολογικού ελέγχου, ώστε να υπάρξει η απομάκρυνσή του από τον περιβάλλοντα χώρο του ασθενούς, ή να παρθούν μέτρα αποφυγής έκθεσης σε αυτό. Η ανακουφιστική αγωγή περιλαμβάνει τις τακτικές ρινοπλύσεις, την χορήγηση αντιισταμινικών δισκίων και ρινικών αποσυμφορητικών ή και αντιισταμινικών. Όμως η εύρεση του ενοχοποιούμενου αλλεργιογόνου προσφέρει επιπλέον τη δυνατότητα αιτιολογικής θεραπευτικής προσέγγισης με τη χρήση της ειδικής ανοσοθεραπείας, η οποία ναι μεν κρατάει για μεγάλο χρονικό διάστημα, υπόσχεται όμως σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων μέχρι και οριστική ίαση του αλλεργικού ασθενούς.